Υπερπολυτελές Live Καζίνο, 7αστερα ξενοδοχεία, αθλητικές εγκαταστάσεις και οινοποιείο περιλαμβάνει το πλάνο της ανακαίνισης στο Πόρτο Καρράς!
Παίξε ΔΩΡΕΑΝ φρουτακια
Πριν από το 1994, τα τρία μοναδικά καζίνα στην Ελλάδα, τα καζίνα Πάρνηθας (Mont Parnès), Κέρκυρας και Ρόδου ήταν δημόσιες επιχειρήσεις και λειτουργούσαν ως κρατικές λέσχες του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ).
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, το 1994, ιδρύθηκαν έξι ιδιωτικά καζίνα μεταξύ των οποίων τα καζίνα στη Χαλκιδική, στο Λουτράκι και στη Θεσσαλονίκη. Οι νέες επιχειρήσεις καζίνα υποχρεούνταν να καταβάλλουν το 80% της αναγραφόμενης τιμής κάθε εισιτηρίου ως δικαίωμα του Δημοσίου.
Εφάρμοσαν την τιμή εισιτηρίου εισόδου 5.000 δραχμών (περίπου 15 ευρώ), με μόνη εξαίρεση το Live Καζίνο Θεσσαλονίκης, το οποίο εφάρμοζε το μειωμένο εισιτήριο των 6 ευρώ μέχρι τον Νοέμβριο του 2012, επικαλούμενο εθνική ρύθμιση κατά την οποία ότι επιχειρήσεις που ιδρύονται με επένδυση ξένων κεφαλαίων απολαύουν μεταχείρισης τουλάχιστον τόσο ευνοϊκής όσο αυτή που εφαρμόζεται σε άλλες ομοειδείς εγχώριες επιχειρήσεις.
Η υποχρέωση απόδοσης στο Δημόσιο του 80% εφαρμοζόταν στο Live Καζίνο της Θεσσαλονίκης από την έκδοση της άδειάς του το 1995.
Μετά το 1995, τα καζίνα Mont Parnès, Κέρκυρας και Ρόδου συνέχισαν να λειτουργούν ως κρατικές λέσχες. Το 2000, τον EOT αντικατέστησε στη λειτουργία των καζίνων Mont Parnès και Κέρκυρας η Ελληνική Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης (ETA), εταιρεία πλήρους ιδιοκτησίας του ελληνικού Δημοσίου.
Έως την ιδιωτικοποίησή του τον Αύγουστο του 2010, το Live Καζίνο της Κέρκυρας είχε τιμή του εισιτηρίου 6 ευρώ και συνέχισε να καταβάλει το 80% των αντίστοιχων ποσών στο Δημόσιο. Ομοίως, στο Live Καζίνο της Ρόδου, μετά την ιδιωτικοποίησή του τον Απρίλιο του 1999, η τιμή του εισιτηρίου ορίστηκε σε 5.000 δραχμές (15 ευρώ). Από το τέλος του 2000 έως το 2003, στο Live Καζίνο του Μοντ Παρνές η τιμή του εισιτηρίου ήταν 6 ευρώ, το δε 80% της τιμής του εισιτηρίου αποδιδόταν, από το τέλος του 2000, στο Δημόσιο.
Τον Ιούλιο του 2009, η κοινοπραξία Λουτράκι ΑΕ – Κλαμπ Οτελ Λουτράκι ΑΕ (Live Καζίνο του Λουτρακίου) υπέβαλε στην Κομισιόν καταγγελία με αντικείμενο τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας σχετικά με το σύστημα φόρων επί των εισιτηρίων των καζίνων, υποστηρίζοντας ότι αυτό συνιστούσε κρατική ενίσχυση προς τρεις επιχειρήσεις, δηλαδή στο Live Καζίνο του Μοντ Παρνές, της Κέρκυρας και της Θεσσαλονίκης.
Κατόπιν κίνησης επίσημης διαδικασίας έρευνας και την ανταλλαγή παρατηρήσεων, η Κομισιόν εξέδωσε, στις 24 Μαΐου 2011, απόφαση εκτιμώντας ότι η επιβολή χαμηλότερου φόρου στα εισιτήρια ορισμένων καζίνων συνιστούσε μη συμβιβάσιμη παράνομη κρατική ενίσχυση και διέταξε την ανάκτηση της.
Τον Αύγουστο του 2011, η Ελλάδα άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης της Κομισιόν του 2011. Με απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, το ΓΔΕΕ ακύρωσε την απόφαση της Κομισιόν του 2011, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κομισιόν δεν είχε αποδείξει την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.
Στις 22 Νοεμβρίου 2014, η Κομισιόν άσκησε αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης του 2014. Με διάταξη της 22ας Οκτωβρίου 2015 στην υπόθεση Κομισιόν κατά Ελλάδας, το ΔΕΕ απέρριψε την αίτηση αναίρεσης της Επιτροπής και επικύρωσε τη δικαστική απόφαση του 2014.
Τον Απρίλιο του 2017, το Live Καζίνο του Λουτρακίου υπέβαλε νέα καταγγελία με την οποία ζητούσε από την Κομισιόν να εκδώσει νέα απόφαση στην οποία να διαπιστώνει ότι το επίμαχο μέτρο αντιβαίνει στο άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ και δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, και να διατάσσει την ανάκτηση της ενίσχυσης.
Με την απόφαση της 9ης Αυγούστου 2018, η Κομισιόν διαπίστωσε ότι το σύστημα φόρων επί των εισιτηρίων των καζίνων στην Ελλάδα το οποίο ίσχυε μέχρι τον Νοέμβριο του 2012 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση (προσβαλλόμενη απόφαση).
Η Κοινοπραξία Τουριστική Λουτρακίου ζητεί από το ΓΔΕΕ να ακυρώσει την απόφαση της Κομισιόν του 2018, υποστηρίζοντας ότι προσβλήθηκαν τα διαδικαστικά δικαιώματά της. Πρώτον, διατείνεται ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, διότι υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη πλεονεκτήματος ελκυστικότητας χρηματοδοτούμενου από κρατικούς πόρους. Δεύτερον, ότι η Κομισιόν είχε την υποχρέωση, βάσει της απόφασης T-425/11, να επαναλάβει την επίσημη διαδικασία έρευνας.
Πηγή: economistas.gr